- ενάρθρωση
- η (AM ἐνάρθρωσις)(ανατομ.) είδος διαρθρώσεως κατά την οποία η κεφαλή τού οστού εισέρχεται κατά το ήμισυ και περισσότερο στην κοίλη αρθρική επιφάνεια τού άλλου οστού, όπως π.χ. η άρθρωση στο ισχίον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εναρθρωτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ενάρθρωση («εναρθρωτικός σύνδεσμος»). επίρρ... εναρθρωτικώς με ενάρθρωση … Dictionary of Greek
εναρθρώ — ( όω) (AM ἐναρθρῶ) 1. συνδέω, συναρμόζω με ενάρθρωση 2. προφέρω με τρόπο έναρθρο, βγάζω έναρθρη φωνή, αρθρώνω … Dictionary of Greek